ακυρολεξία

ακυρολεξία
η
(λάθος το ακυριολεξία), και ακυρολογία, η η χρήση λέξης ή φράσης ακατάλληλης, δηλ. με σημασία διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει: Η ακυρολεξία δείχνει εκφραστική αδυναμία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀκυρολεξία — ἀκυρολεξίᾱ , ἀκυρολεξία fem nom/voc/acc dual ἀκυρολεξίᾱ , ἀκυρολεξία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακυρολεξία — η (Μ ἀκυρολεξία) [*ἀκυρολεκτῶ] η ακυρολογία …   Dictionary of Greek

  • ἀκυρολεξίας — ἀκυρολεξίᾱς , ἀκυρολεξία fem acc pl ἀκυρολεξίᾱς , ἀκυρολεξία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκυρολεξίαν — ἀκυρολεξίᾱν , ἀκυρολεξία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακυριολεξία — η η ακυρολεξία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφαλμένος τ. αντί τού ορθού ακυρολεξία* (η χρήση άκυρου, μη έγκυρου, λανθασμένου λεξιλογικού τύπου) από παρετυμολογική επίδραση τού κυριολεξία] …   Dictionary of Greek

  • ακυρία — η (Α ἀκυρία) [ἄκυρος] νεοελλ. η έλλειψη εγκυρότητας αρχ. η ακυρολεξία* …   Dictionary of Greek

  • ανακριβολογία — η 1. έλλειψη ακριβολογίας, ορθότητας και ακρίβειας στους λόγους 2. έλλειψη κυριολεξίας, ακυρολεξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβολόγος. Η λ. μαρτυρείται στον παιδαγωγό Αριστοτέλη Κουρτίδη (1858 1928)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”