ἀκυρολεξία — ἀκυρολεξίᾱ , ἀκυρολεξία fem nom/voc/acc dual ἀκυρολεξίᾱ , ἀκυρολεξία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακυρολεξία — η (Μ ἀκυρολεξία) [*ἀκυρολεκτῶ] η ακυρολογία … Dictionary of Greek
ἀκυρολεξίας — ἀκυρολεξίᾱς , ἀκυρολεξία fem acc pl ἀκυρολεξίᾱς , ἀκυρολεξία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυρολεξίαν — ἀκυρολεξίᾱν , ἀκυρολεξία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακυριολεξία — η η ακυρολεξία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφαλμένος τ. αντί τού ορθού ακυρολεξία* (η χρήση άκυρου, μη έγκυρου, λανθασμένου λεξιλογικού τύπου) από παρετυμολογική επίδραση τού κυριολεξία] … Dictionary of Greek
ακυρία — η (Α ἀκυρία) [ἄκυρος] νεοελλ. η έλλειψη εγκυρότητας αρχ. η ακυρολεξία* … Dictionary of Greek
ανακριβολογία — η 1. έλλειψη ακριβολογίας, ορθότητας και ακρίβειας στους λόγους 2. έλλειψη κυριολεξίας, ακυρολεξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβολόγος. Η λ. μαρτυρείται στον παιδαγωγό Αριστοτέλη Κουρτίδη (1858 1928)] … Dictionary of Greek